εκπερώ

εκπερώ
(-άω) (Α ἐκπερῶ)
1. διασχίζω, περνώ
2. (για χρόνο) διανύω
3. (για βέλος) διαπερνώ
4. (για πρόσ.) προχωρώ
5. αποχωρώ ή βγαίνω έξω από κάπου
6. καταπατώ
7. φέρνω έξω ή μακριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διεκπερώ — ( άω) (Α) [εκπερώ] 1. διαπερνώ εντελώς, απ άκρη σ άκρη 2. αποβιβάζομαι, φθάνω 3. παραβλέπω, παρέρχομαι 4. (για δρόμο) διασχίζω, διέρχομαι 5. (για τροφή) διαχωρώ 6. φρ. «διεκπερᾱν βίον» περνώ τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • παρεκπερώ — άω Α περνώ, διαβαίνω παρέκει ή πέρα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκπερῶ «διασχίζω, περνώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκπερώ — άω, Α διέρχομαι προς τα έξω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπερῶ «περνώ, διασχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκπερώ — άω, Α διέρχομαι κρυφά ή σταδιακά («πόντον ναῡται ὑπεκπερόωσιν», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπερῶ «περνώ, διέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”